- καθαρίζει
- καθαρίζωcleansepres ind mp 2nd sgκαθαρίζωcleansepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπροξύστης — κοπροξύστης, ὁ (ΑM) αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές τού στάβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο ξύστης, ουρανο ξύστης] … Dictionary of Greek
Τέρμπορχ, Γκέραρντ — (Terborch, Ζβάλε 1617 – Ντέβεντερ 1681). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του και στον Πίτερ Μάλιιν. Ταξίδεψε πολύ σε όλη την Ευρώπη (στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία), αλλά εργάστηκε κυρίως στη… … Dictionary of Greek
DEPUTATI — vulgo olim teste Nonio dicti, Accensi, qui ut plurimum deputabantur ad obsequium Tribunorum, de quibus vide Veger. Vexillarii item seu Triarii veterani, de quibus Valerianus Imp. apud Vopisc. in Probo, in Ep. ad hunc, Vestes tibi triplices dari… … Hofmann J. Lexicon universale
απομάκτης — ἀπομάκτης, ο (θηλ. μάκτρια, η) (Α) αυτός που απομάσσει, που καθαρίζει κάτι … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
γλωσσοκαθαριστής — ο (σκωπτικά) αυτός που καθαρίζει τη γλώσσα, ο καθαρευουσιάνος … Dictionary of Greek
εκμαγεύς — ἐκμαγεύς, ο (Α) υπηρέτης που καθαρίζει έπιπλα και σκεύη … Dictionary of Greek
εμετοκαθαρτικός — ή, ό (για φάρμακο) αυτός που καθαρίζει προκαλώντας εμετό … Dictionary of Greek
ερυσίθριξ — ἐρυσίθριξ, τριχος, ἡ (Α) χτένι με μικρά δόντια που καθαρίζει τις τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρυσις «τράβηγμα, έλκυση» + θριξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ευέκπλυτος — εὐέκπλυτος, ον (Α) 1. ευέκνιπτος 2. αυτός που ξεπλένει, καθαρίζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ πλυτος (< εκ πλύνω)] … Dictionary of Greek